νεοδουπής

νεοδουπής
νεο-δουπής, ές,
A newly fallen or dead,

παρθενικαί Nic.Fr.74.63

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεοδουπής — νεοδουπής, ές (Α) αυτός που καταβλήθηκε πρόσφατα ή αυτός που φονεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δουπής (< δοῦπος)] …   Dictionary of Greek

  • νεοδουπέσιν — νεοδουπής newly fallen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”